Σάββατο 21 Ιουνίου 2014



ΤΟΥ ΚΛΗΔΟΝΑ...............Τ Λτουρπιού!!!!

Στο γέρικο κεφάλι μου
ο ύπνος πριν με πάρει
εικόνες έρχονται παλιές
απ΄ το όμορφο Πλωμάρι

Πάλι εγίνηκα μικρή
κι έχω μάνα την Άννα,
σφιχτά απ’ το  χέρι τη κρατώ
και με φωνάζουν Γιάννα 
          
        
                                         
  Παραμονή τ’ Αγίου Γιαννιού
και στ όμορφο Πλωμάρι
τον κλείδωνα ετοιμάζουμε
στ Αγίου Γιαννιού τη χάρη

Στη βρύση πάει για νερό
η θεία μου η Σταμάτα
πρέπει να είναι αμίλητo
σε πήλινη κανάτα




                                  
 
Στην αστράκια την έβαλε
εκεί δίπλα στη γλάστρα
ως που να έρθει το πρωί
και φύγουν όλα τα άστρα 
 

φωτιές τώρα ανάβουμε
σε δρόμους και σοκάκια


τούς Μάηδες εφέρανε
να κάψουν τα παιδάκια 
                  
Προσάναμμα εβάλαμε
ξύλα και ροκανίδια
και σαν φουντώσει η φωτιά
τότε να δεις παιχνίδια

Ο μαχαλάς κατέβηκε
με γέλια και τραγούδια
μεσόκοπες γριές και νιες
κι όλα τα κοπελούδια



Φωτιές τώρα πηδάμε εδώ
στ αγίου Γιαννιού τη χάρη
κι όποια ειν’ καλορίζικη
φέτος θα τον επάρει



Να και τα απομεσήμερο
τ’ Αγιού είναι η μέρα
στο μαχαλά κατέβασε
τον κλήδονα η μητέρα

Με γέλια και ξεφωνητά
γέμισε το σοκάκι
ο κλήδονας κατέβηκε 
με κόκκινο σκουφάκι

   
Με δίστιχα πικάντικα,
με δίστιχα ωραία
με δίστιχα αρμυρούτσικα
γελάει η παρέα
          
τον κλείδωνα ανοίγαμε
στ Αγιού Γιαννιού τη χάρη   
τα χρόνια αυτά τ αξέχαστα
στο όμορφο Πλωμάρι

Τώρα εμείς ζούμε εδώ
σ’ αυτή τη πολιτεία
πού είναι τσιμεντούπολη
και σαν το πάγο κρύα

Από βραδύς είκοσι τρεις,
Ιούνης  σαν  μάς πάρει
εμείς θε να τιμήσουμε
τ’ Αγίου Γιαννιού τη χάρη

Παραμονή κι απόβραδο
είκοσι τρεις Ιούνη
στη θάλασσα  θα φτάσουμε
οι Πλωμαρίτες ούλοι

Όλο το Πλωμαρίτικο ασκέρι
θα είναι κάτω
τη λύτρα θε να πιάσουμε
απ του γιαλού τον πάτο


                                                                                
Το κλήδονα θα πάρουμε
να πάμε στ ακρογιάλι
κι εκεί θα τον ανοίξουμε
αναπολώντας πάλι …

το όμορφο Πλωμάρι μας
εμείς δεν το ξεχνούμε,
τις ρίζες και τα έθιμα,
ποτέ δε λησμονούμε

Εικόνες όμορφες θωρώ
κι ο ύπνος σαν με πάρει
τότε και πάλι θα βρεθώ   
παιδούλα στο Πλωμάρι
 

            
Ρηνούλα




Καλή σχολική χρονιά Όμως «Σεπτέμβρης πρώτα κρύα, τρέχει, ανοίγει τα σχολεία» γι αυτό και του δίνουν το όνομα Χινόπωρος σαν πρώτος μήνας του Φθινοπώρου. Άρωμα γομολάστιχας, άπιαστου ακόμη τετραδίου και καθαρού βιβλίου ανακατωμένο με μυρωδιά φρεσκοποτισμένου χώματος γης που λαχταρά τις πρώτες στάλες να δροσιστεί από τα καλοκαιρινά κάματα. Βροχή και τεφτέρι λοιπόν, ο Σεπτέμβρης !!
Όσο φθινοπωρινή κι αν είναι η βροχή, σε όση ψύχρα κι αν είναι τυλιγμένη, ο Σεπτέμβρης έχει για πολλούς και μια γλύκα καθώς ανοίγουν τα σχολεία. Γλύκα νοσταλγική που κάνει όσους έχουν φύγει πια από τα θρανία , «τους μεγάλους» , να αναπολούν τη σχολική τάξη. Το πρώτο χτύπημα του κουδουνιού έστω. Που θα τους κάνει να μη μένουν ασυγκίνητοι στο αντίκρισμα ενός παλιού βιβλίου, ενός αναγνωστικού που οι σελίδες του στο φυλλομέτρημα μπορεί να γίνουν σαν το ραβδάκι της καλής νεράιδας που θα τους ξανακάνει παιδιά.
Γραφή κι ανάγνωση το πρώτο ζητούμενο από τα χρόνια τα παλιά, να φωτιστεί ο νους!
«Το αλφαβητάρι με τον ήλιο» από τα χρόνια που επιχειρήθηκε η γλωσσική μεταρρύθμιση Βενιζέλου (1917), «Τα ψηλά βουνά» (1929) του εκδοτικού οίκου Δημητράκου με κείμενα που είχε γράψει ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου από το 1918 και σκίτσα από τον Πέτρο Ρούμπο, αλλά και το αλφαβητάρι «Τα καλά παιδιά», αναγνωστικά όπως «Ο κόσμος του παιδιού», «Η χαρά του παιδιού», «Ελληνόπουλα» βιβλία που ζει μια Ελλάδα μέσα από τις σελίδες τους χρόνια ολόκληρα και κείμενά τους υπογράφουν ονόματα όπως των Ρ. Ιμβριώτη, Δ. Δεληπέτρου και Δ. Δούκα, Μυρσίνης Κλεάνθους Παπαδημητρίου, Παύλου Νιρβάνα και Δημήτρη Ζήση και μετέπειτα Στρ. Μυριβήλης, Ανδρεάδης κ.α. Κι άλλα κι άλλα πολλά αλφαβητάρια κι αναγνωστικά απ΄τα παλιά μέχρι τώρα παραμένουν τυπωμένα με θύμησες, αναμνήσεις, μνήμες, σελίδες με μικρές και μεγάλες αναφορές, αναγνωστικά γνωστά και άγνωστα μα στο αντίκρισμά τους ξεχωριστά, τρυφερά έτσι ώστε να αγγίζουν και τις πιο λεπτές πτυχές του νου και της ψυχής.
Οι σελίδες τους τις περισσότερες φορές αποπνέουν τη θαλπωρή της ομαλής οικογενειακής ζωής, την πληρότητα του πανηγυριού, την ευχαρίστηση των εκδρομών, σε χρόνους δύσκολους, φτωχικούς, μεγάλης ανέχειας ακόμη και πείνας δίνουν νότα αισιοδοξίας και χαράς στο μικρό παιδί. Την ελπίδα ενός καλύτερου αύριο. Τα χρόνια περνούν και τα βιβλία εξελίσσονται, προσαρμόζονται και ανανεώνονται, πυροδοτούν σχολιασμούς, κρίσεις, αποδοχές και αμφισβητήσεις όμως στέκουν, παραμένουν πυξίδες του παιδικού νου. Έχουν κυρίαρχο ρόλο στην παιδική ψυχή, είναι οι φάροι του γι αυτά τα βιβλία δεν παύει να μάχεται ακόμη και τότε που παύει να΄ναι πια μαθητής.
Σχολειό και Σεπτέμβρης κρατιούνται λοιπόν, χέρι - χέρι στο βροχερό φθινόπωρο που το γλυκαίνει η νοστιμιά του σταφυλιού και το μεθά ο μούστος. Μια μικρή αναφορά τούτο το σημείωμα στο Σεπτέμβρη, που φέρνει μαζί του μια νέα εποχή, ένα καινούριο ξεκίνημα . Κυρίως για μαθητές και δασκάλους. Γι αυτό και διαλέγω να κλείσω το σημείωμα τούτο με όσα διάβασα σε μια λαογραφική σελίδα του διαδικτύου, πως λέει ένας δάσκαλος για το τι συνέβαινε την πρώτη μέρα που άνοιγαν τα σχολεία στα Χάσια Κοζάνης.:
«Στα σχολεία των χωριών τούτων, όταν ανοίξει το σχολείο, έρχονται οι μαθητές, φιλούν το χέρι του δασκάλου. Τους καταγράφει. Έπειτα αρχίζουν με τη σειρά και φέρνουν οι μαθητές μια πίτα, ένα ψωμί, κρασί.
Όταν, όμως, θα αλλάξουν τα βιβλία ή τις τάξεις, τότε ο κάθε μαθητής θα παρουσιάσει τα νέα βιβλία του στο δάσκαλο να τα ράψει κι ο δάσκαλος τα ράβει όλα τα βιβλία και τα φυλάγει επάνω στον πάγκο. Οι μαθητές φέρνουν τότε ένα δώρο στο διδάσκαλο, μαντίλι ή τσιράπια ή κότα ή αρνί, ό,τι θέλει ο καθένας, στους δε μαθητές φέρνουν μύγδαλα ή καρύδια ή ζαχαρωτά. Όλοι φέρνουν μικροί και μεγάλοι.
Τότε, οι μαθητές σηκώνονται όρθιοι, έρχονται στην παράδοση, στρώνουν μια βελέντζα ή παλτό καταγής. Σηκώνεται ο δάσκαλος, παίρνει το βιβλίο ενός μαθητή της δευτέρας ή της τρίτης κ.λ.π. τάξης στα χέρια και λέγει: «να αξιώσετε το μαθητή αυτό στην Β ή Γ ή Δ τάξη». Όλοι τότε οι μαθητές σηκώνουν εκείνον το μαθητή με τη βελέντζα καθισμένο μέσα και τον σέρνουν άνω κάτω και φωνάζουν «άξιος», τον ανεβάζουν και τον κατεβάζουν 3 φορές. Κατόπιν εκείνος φιλεί το χέρι του δασκάλου και παίρνει τα βιβλία. Ο δάσκαλος του εύχεται Καλή Πρόοδο και μοιράζει στα παιδιά ό,τι φρούτα έφερε ο μαθητής. Έτσι όλοι οι μαθητές αξιώνονται, όχι την ίδια μέρα, αλλά τις άλλες. Τέλος με τη σειρά φέρουν ο καθένας στο δάσκαλο το κανίσκι του με το ψωμί, πίτα, αυγά, κρασί, ρακή κ.ά.»

Της Αττάλειας τα νερά (Έρι Πάλι) Παραδοσιακό νησιώτικο





                         

Ο ΓΛΑΡΟΣ ΜΑΝΩΛΗΣ ΛΙΔΑΚΗΣ

                           

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

                                ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ                               

                                  Και πάλι εταξίδεψα

                                   αυτή τη νοσταλγία

                                  στον Πειραιά την έστειλα  

                                  τη…. φόρτωσα στα πλοία      

                

                       ….Bραδιά Αυγούστου σήμερα          

                             κι εγώ στο καφενείο,

                  στο καφενείο του Μαντή

                Θέ μου τι μεγαλείο!!!!!!!!!!

                     Ο ήλιος πια εχάθηκε

             

                        και βγήκε το φεγγάρι

                      κι απέναντι μου στέκεται

              

                          το όμορφο Πλωμάρι  

                  
  1.                                         

                       Τι μυρουδιά οι ευκάλυπτοι

                         μυρίζουν οι ακακίες

                     μυρίζει το αγιόκλημα

                          μυρίζουν οι γαζίες.

                    Τ αγέρι από τη θάλασσα          

                        το νοτισμένο χόρτο


                                     

                    χίλιες και μύριες ευωδιές

                    φέρνουν σ αυτό το τόπο

                  …και να μέσα στη σιγαλιά

                         μέσα στην ησυχία

                      μια μελωδία ακούγεται

                     σωστή ‘ναι  πανδαισία

                      Είναι τα κοριτσόπουλα

                     πού βγήκαν για σεργιάνι

                   βραδιά ειν’ Αυγουστιάτικη

                    κι ο ύπνος δεν τα πιάνει

                    Πας στο πεζούλι κάθονται

                   στων δένδρων τη συστάδα

                      και από εκεί ξεχύνεται

                       γλυκύτατη καντάδα

                     Κορίτσια εικοσάχρονα

                        η Πέρσα, η Ιουλία

                    η Παπαδούλα, η Μυρσινιώ

                          η Στάσα, η Μαρία 

                   Και άλλες νιές της γειτονιάς

                    γιαγιάδες θα ναι τώρα

                 και όπου και αν βρίσκονται

                   καλή τους να ναι η ώρα . 

                    Φεγγάρι έχει ολόγιομο

                     λαλούνε τα τριζόνια

                    κι εγώ εδώ αναπολώ

                   τα περασμένα χρόνια

             

                      Είναι όλα τώρα μακρινά

                       είναι πια αναμνήσεις

                   είναι γλυκές, ειν’ όμορφες,

                    μπορείς να μη δακρύσεις  

                               Ρηνούλα